- Ἰλλυρικόν
- Ἰλλυρικόςregionmasc acc sgἸλλυρικόςregionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ИЛЛИРИЯ — • Illyrĭcum, τò Ίλλυρικόν, у римлян, Ίλλυρίς или Ίλλυρία у греков охватывал все восточное прибрежье Адриатического моря с ближайшими гористыми местностями. 1. Северная часть составляла собственно римскую провинцию Иллирию… … Реальный словарь классических древностей
ιλλυρικός — ή, ό (ΑΜ ἰλλυρικός, ή, όν) [ἱλλυριοί] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ιλλυρία ή στους Ιλλυριούς αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. Ἰλλυρική (ενν. ἱστορία) τίτλος έργου τού Αππιανού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἰλλυρικόν η περιοχή ή η επαρχία τής Ιλλυρίας … Dictionary of Greek